παραμονεύω

παραμονεύω
περιμένω κρυμμένος να περάσει κάποιος για να τού κάνω κακό ή για να αμυνθώ ή για να προστατεύσω κάτι δικό μου, παραφυλάγω, στήνω καρτέρι, ενεδρεύω, ελλοχεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραμονή. Η μτχ. του ρήματος παραμονεύοντες μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραμονεύω — παραμονεύω, παραμόνεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραμονεύω — παραμόνεψα 1. στήνω ενέδρα, φυλάω καρτέρι, παραφυλάγω: Παραμόνευε πίσω από το φράχτη, για να χτυπήσει τον εχθρό του. 2. καιροφυλακτώ, καραδοκώ: Παραμονεύει πότε θα φύγει ο αγροφύλακας, για να ρίξει το κοπάδι του στα σπαρμένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνεφεδρεύω — A 1. παραμονεύω ως εφεδρεία, αποτελώ εφεδρεία μαζί με άλλον 2. (γενικά) α) παρατηρώ κάποιον ή κάτι από κοντά β) καραδοκώ, καιροφυλακτώ («συνεφεδρεύσειν τοῑς καιροῑς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐφεδρεύω «παραμονεύω, παραφυλάγω»] …   Dictionary of Greek

  • υπολοχώ — άω, Α ενεδρεύω, παραμονεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λοχῶ «παραμονεύω, ενεδρεύω»] …   Dictionary of Greek

  • ενεδρεύω — ενέδρευσα 1. αμτβ., παραμονεύω, παραφυλάω, στήνω καρτέρι. 2. μτβ., στήνω ενέδρα για κάποιον, τον παραμονεύω, του κάνω καρτέρι: Οι χωροφύλακες ενέδρευαν το δολοφόνο. 3. μτφ., επιβουλεύομαι κάποιον, τον δολιεύομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρκυωρώ — ἀρκυωρῶ ( έω) (Α) [αρκυωρός] 1. ενεδρεύω, παραμονεύω 2. φυλώ κάτι με προσοχή …   Dictionary of Greek

  • βιγλίζω — (Μ βιγλίζω) [βίγλα] 1. είμαι σκοπός, φρουρώ 2. παραμονεύω, καιροφυλακτώ 3. εξετάζω προσεκτικά, ερευνώ 4. κοιτάζω από μακριά, αντικρίζω νεοελλ. 1. εποπτεύω, επιθεωρώ 2. παρατηρώ κάτι με μισόκλειστα μάτια 3. βρίσκω τον στόχο, πετυχαίνω …   Dictionary of Greek

  • ελλοχεύω — 1. ενεδρεύω, παραμονεύω 2. (για αρρώστια, κίνδυνο κ.λπ.) υπάρχω σε λανθάνουσα κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • ελλοχώ — ἐλλοχῶ ( άω) (AM) ενεδρεύω, παραμονεύω αρχ. είμαι γεμάτος («ἐλλοχᾱσθαι κακοῑς» γεμάτος από κακά που θα ξεσπάσουν όπως αυτοί που ενεδρεύουν και είναι έτοιμοι να επιτεθούν) …   Dictionary of Greek

  • εμφωλεύω — (AM ἐμφωλεύω) μένω μέσα σε φωλιά, φωλιάζω, κρύβομαι, υπάρχω κάπου κρυμμένος αρχ. 1. ενεδρεύω, παραμονεύω 2. κρύβω, καλύπτω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”