παραμονεύω — παραμονεύω, παραμόνεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραμονεύω — παραμόνεψα 1. στήνω ενέδρα, φυλάω καρτέρι, παραφυλάγω: Παραμόνευε πίσω από το φράχτη, για να χτυπήσει τον εχθρό του. 2. καιροφυλακτώ, καραδοκώ: Παραμονεύει πότε θα φύγει ο αγροφύλακας, για να ρίξει το κοπάδι του στα σπαρμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνεφεδρεύω — A 1. παραμονεύω ως εφεδρεία, αποτελώ εφεδρεία μαζί με άλλον 2. (γενικά) α) παρατηρώ κάποιον ή κάτι από κοντά β) καραδοκώ, καιροφυλακτώ («συνεφεδρεύσειν τοῑς καιροῑς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐφεδρεύω «παραμονεύω, παραφυλάγω»] … Dictionary of Greek
υπολοχώ — άω, Α ενεδρεύω, παραμονεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λοχῶ «παραμονεύω, ενεδρεύω»] … Dictionary of Greek
ενεδρεύω — ενέδρευσα 1. αμτβ., παραμονεύω, παραφυλάω, στήνω καρτέρι. 2. μτβ., στήνω ενέδρα για κάποιον, τον παραμονεύω, του κάνω καρτέρι: Οι χωροφύλακες ενέδρευαν το δολοφόνο. 3. μτφ., επιβουλεύομαι κάποιον, τον δολιεύομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρκυωρώ — ἀρκυωρῶ ( έω) (Α) [αρκυωρός] 1. ενεδρεύω, παραμονεύω 2. φυλώ κάτι με προσοχή … Dictionary of Greek
βιγλίζω — (Μ βιγλίζω) [βίγλα] 1. είμαι σκοπός, φρουρώ 2. παραμονεύω, καιροφυλακτώ 3. εξετάζω προσεκτικά, ερευνώ 4. κοιτάζω από μακριά, αντικρίζω νεοελλ. 1. εποπτεύω, επιθεωρώ 2. παρατηρώ κάτι με μισόκλειστα μάτια 3. βρίσκω τον στόχο, πετυχαίνω … Dictionary of Greek
ελλοχεύω — 1. ενεδρεύω, παραμονεύω 2. (για αρρώστια, κίνδυνο κ.λπ.) υπάρχω σε λανθάνουσα κατάσταση … Dictionary of Greek
ελλοχώ — ἐλλοχῶ ( άω) (AM) ενεδρεύω, παραμονεύω αρχ. είμαι γεμάτος («ἐλλοχᾱσθαι κακοῑς» γεμάτος από κακά που θα ξεσπάσουν όπως αυτοί που ενεδρεύουν και είναι έτοιμοι να επιτεθούν) … Dictionary of Greek
εμφωλεύω — (AM ἐμφωλεύω) μένω μέσα σε φωλιά, φωλιάζω, κρύβομαι, υπάρχω κάπου κρυμμένος αρχ. 1. ενεδρεύω, παραμονεύω 2. κρύβω, καλύπτω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω … Dictionary of Greek